- ἔμπονος
- ἔμπονοςpatient of labourmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έμπονος — ἔμπονος, ον (AM) Ι. 1. αυτός που υπομένει τους πόνους, τους κόπους 2. πονεμένος, γεμάτος πόνο («ἔμπονος κραυγή», ΠΔ Μακκ.) 2. κουραστικός, επίπονος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔμπονον η αντοχή στους κόπους ΙΙ. επίρρ. ἐμπόνως 1. με κόπο, κοπιαστικά,… … Dictionary of Greek
ἐμπόνως — ἔμπονος patient of labour adverbial ἔμπονος patient of labour masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμπονον — ἔμπονος patient of labour masc/fem acc sg ἔμπονος patient of labour neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπόνοις — ἔμπονος patient of labour masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπόνου — ἔμπονος patient of labour masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπόνους — ἔμπονος patient of labour masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπόνων — ἔμπονος patient of labour masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπόνῳ — ἔμπονος patient of labour masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμπονοι — ἔμπονος patient of labour masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)